- εστεροποιώ
- μετατρέπω αλκοόλη ή οξύ σε εστέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εστέρες + ποιώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εστεροποίηση — η [εστεροποιώ] χημ. η επίδραση οργανικού οξέος σε αλκοόλη, με την οποία σχηματίζεται εστέρας … Dictionary of Greek